- οίκτιστος
- οἴκτιστος, -ίστη, -ον (Α)1. άξιος πολύ μεγάλου οίκτου, πάρα πολύ αξιοθρήνητος («οἰκτίστοις ἐλέγοισιν ὀδύρεται», Απολλ. Ρόδ.)2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) οἴκτισταμε πάρα πολύ οίκτο.επίρρ...οἰκτίστως (Α)με οίκτιστο τρόπο, με πάρα πολύ οίκτο.[ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος υπερθ. τού επιθ. οἰκτρός (σχηματισμένος από το θ. τής λ. οἶκτος) + κατάλ. -ιστος (πρβλ. αἰσχ-ιστος < αἰσχρός, ἔχθ-ιστος < ἐχθρός)].
Dictionary of Greek. 2013.